
Η αρτηριακή υπέρταση είναι η αυξημένη πίεση στο εσωτερικό των μεγάλων αρτηριών του καρδιαγγειακού συστήματος. Σύμφωνα με τις πλέον πρόσφατες κατευθυντήριες οδηγίες της Ευρωπαϊκής Εταιρίας Υπέρτασης του 2018, η αρτηριακή πίεση δεν πρέπει να υπερβαίνει τις τιμές των 140mmHg για τη συστολική και 90mmHg για τη διαστολική. Αυτός είναι ο πρωταρχικός στόχος για όλους τους ασθενείς που πάσχουν από αρτηριακή υπέρταση, ωστόσο επιδιώκουμε πλέον να ρυθμίζουμε την αρτηριακή πίεση ασθενών σε τιμές κοντά στο 130/80mmHg για τους περισσότερους ασθενείς. Συγκεκριμένα, η συστολική (μεγάλη) αρτηριακή πίεση πρέπει να κυμαίνεται μεταξύ 120-129mmHg για τις ηλικίες <65 ετών και 130-139mmHg για ηλικίες >65 ετών. Πρέπει να αποφεύγονται τιμές συστολικής αρτηριακής πίεσης χαμηλότερες από 120mmHg, καθώς η υπέρμετρη θεραπεία της αρτηριακής υπέρτασης έχει συνδεθεί με αυξημένη νοσηρότητα (αγγειακά εγκεφαλικά επεισόδια, επιδείνωση νεφρικής λειτουργίας, υπόταση κλπ.) που είναι συγκρίσιμη με τη νοσηρότητα της αρρύθμιστης αρτηριακής πίεσης.
Σε αυτό το σημείο πρέπει να διευκρινιστεί ότι ενώ τα όρια για να χαρακτηριστεί κάποιο άτομο υπερτασικό και οι στόχοι της αρτηριακής πίεσης που επιδιώκουμε με τη θεραπεία είναι πολύ συγκεκριμένα για τη συστολική (μεγάλη) πίεση, δε δίνεται ιδιαίτερη σημασία στη διαστολική (μικρή) αρτηριακή πίεση. Η γενική σύσταση είναι η διαστολική πίεση να είναι κάτω από 90mmHg με ιδανικές τιμές <80mmHg, ωστόσο δεν υπάρχουν μεγάλες μελέτες που να συνδέουν την αρρύθμιστη διαστολική πίεση με καρδιαγγειακά νοσήματα και συνεπώς η «μικρή» πίεση θεωρείται πλέον περισσότερο αθώα από ότι θεωρούταν παλαιότερα.
Τα αίτια της αρτηριακής υπέρτασης είναι πολλαπλά και για αυτό θεωρείται μια πολυπαραγοντική νόσος. Παράγοντες όπως το αυξημένο σωματικό βάρος, η υπέρμετρη πρόσληψη άλατος, το κάπνισμα και η καθιστική ζωή έχει αποδειχθεί ότι συμβάλουν στην αύξηση της αρτηριακής πίεσης. Κατά βάση, όμως, όλοι οι υπερτασικοί ασθενείς έχουν ένα γονιδιακό υπόστρωμα που τους προσδίδει μια προδιάθεση για να αναπτύξουν αρτηριακή υπέρταση. Έχουν αναγνωριστεί περισσότερα από 100 διαφορετικές μεταλλάξεις σε πολλαπλά γονίδια τα οποία έχουν συσχετισθεί με αρτηριακή υπέρταση και κάθε άτομο μπορεί να έχει ένα διαφορετικό συνδυασμό από αυτές τις μεταλλάξεις, κάνοντας εξαιρετικά πολύπλοκη την προσπάθεια να βρεθεί ριζική γονιδιακή θεραπεία. Η «κοινή» αρτηριακή υπέρταση που έχει η πλειοψηφία των ενηλίκων ονομάζεται πρωτοπαθής ή ιδιοπαθής καθώς δεν έχουν διευκρινιστεί επακριβώς τα αίτια και ο βαθμός στον οποίο συμβάλει το κάθε ένα. Αυτό τη διαχωρίζει από τη δευτεροπαθή υπέρταση που συνήθως εκδηλώνεται σε νεαρή ηλικία και είναι αποτέλεσμα συγκεκριμένων αναγνωρισμένων αιτιών όπως ο υπερθυρεοειδισμός, το φαιοχρωμοκύττωμα, η στένωση των νεφρικών αρτηριών κλπ.
Η διάγνωση της αρτηριακής υπέρτασης γίνεται μετά από επαναλαμβανόμενες παθολογικές μετρήσεις αρτηριακής πίεσης στο χώρο του ιατρείου ή ακόμα πιο αξιόπιστα με μετρήσεις που διενεργούνται από τον εξεταζόμενο στην οικία του και καταγραφή αυτών για τουλάχιστον μια εβδομάδα. Με αυτόν τον τρόπο ελαχιστοποιούμε την επίδραση του άγχους που δημιουργείται από τη διαδικασία της μέτρησης της αρτηριακής πίεσης πάνω σε αυτήν. Εάν ο εξεταζόμενος πάσχει από το σύνδρομο της λευκής μπλούζας και πιστεύουμε ότι οι μετρήσεις δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, συνιστάται η χρήση καταγραφέα αρτηριακής πίεσης 24ώρου.
Η θεραπεία της πρωτοπαθούς αρτηριακής υπέρτασης είναι συνδυαστική και περιλαμβάνει την τροποποίηση του τρόπου ζωής και τη λήψη φαρμακευτικών σκευασμάτων. Ειδικά, εάν ο ασθενής συγκεντρώνει και άλλους παράγοντες κινδύνου για εκδήλωση καρδιαγγειακής νόσου όπως κάπνισμα, σακχαρώδη διαβήτη, υπερλιπιδαιμία κλπ. ή διαπιστωθεί εγκατεστημένη βλάβη σε όργανα όπως η καρδιά, οι νεφροί, τα μάτια ή τα αγγεία, η έναρξη φαρμακευτικής αγωγής πρέπει να ξεκινάει άμεσα με τη διάγνωση της αρτηριακής υπέρτασης.
Ως τροποποίηση του τρόπου ζωής συνιστάται αρχικά η απώλεια βάρους σε όσους έχουν παραπάνω κιλά, καθώς έχει αποδειχθεί ότι απώλεια 10 κιλών ισοδυναμεί με ένα μέτριας δυναμικής αντιϋπερτασικό φάρμακο. Επιπλέον, πρέπει να αποφεύγεται η υπέρμετρη πρόσληψη άλατος και αλκοόλ. Επιπρόθετα, η νικοτίνη έχει αποδειχθεί ότι μπορεί να προκαλέσει αύξηση των τιμών της αρτηριακής πίεσης και των καρδιακών παλμών κατά 10% για μια ώρα μετά την πρόσληψή της. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι για μια ώρα μετά από κάθε τσιγάρο η πίεση μπορεί να ανέβει από 120mmHg στο 130-135mmHg και οι παλμοί από 80 στους 90. Σημαντικό ρόλο έχει και η σωματική δραστηριότητα με τη μορφή της αερόβιου άσκησης για περίπου 45-60 λεπτά, 3-4 φορές την εβδομάδα καθώς προκαλεί αγγειοδιαστολή και καταφέρνει να ρίξει την αρτηριακή πίεση.
Η φαρμακευτική αγωγή δρα επικουρικά στην αλλαγή του τρόπου ζωής καταφέρνοντας αποτελεσματικά να ρυθμίσει την αρτηριακή πίεση. Η επιλογή των φαρμάκων γίνεται από το γιατρό από επτά διαφορετικές κατηγορίες φαρμάκων και συνδυασμούς τους και χρειάζεται κάποιες φορές να αναπροσαρμόζεται σε διάφορες περιστάσεις όπως σε ακραίες αλλαγές της θερμοκρασίας του περιβάλλοντος και πάντως σε κάθε περίπτωση να επανεκτιμάται ανά 6μηνο.
