
Το έμφραγμα του μυοκαρδίου ή διαφορετικά η καρδιακή προσβολή αποτελεί την πρώτη αιτία θανάτου σε παγκόσμιο επίπεδο. Το έμφραγμα προκαλείται όταν οι περιοχές της καρδιάς δε λαμβάνουν όσο αίμα απαιτείται προκειμένου να διεξάγεται ομαλά η λειτουργία της. Αυτό συμβαίνει γιατί οι στεφανιαίες αρτηρίες που αιματώνουν την καρδιά αποφράσσονται λόγω ρήξης της αθηρωματικής πλάκας και δημιουργίας θρόμβου ή λόγω σπασμού. Στην ουσία, η διακοπή παροχής αίματος σε ένα τμήμα της καρδιάς καταλήγει αρχικά σε βλάβη και αργότερα σε νέκρωση των κυττάρων αυτού του τμήματος με αποτέλεσμα τη δυσλειτουργία της καρδιάς ανάλογα με το μέγεθος του τμήματος που δε λαμβάνει αίμα.
Το έμφραγμα του μυοκαρδίου προσβάλει ετησίως 20.000 Έλληνες και εκδηλώνεται με επίμονο, συσφιγκτικό πόνο στο στήθος που συχνά επεκτείνεται στα άνω άκρα και αντανακλά στη ράχη. Συχνά συνοδεύεται από ερυγές, ναυτία, εμετό και εφίδρωση. Εκτός από το έμφραγμα, παρόμοια συμπτώματα σε ηπιότερη ένταση και μικρότερη διάρκεια μπορεί να προκληθούν από τη στηθάγχη. Το έμφραγμα και η στηθάγχη ανήκουν στην ίδια κατηγορία καρδιαγγειακών παθήσεων και ονομάζονται στεφανιαία σύνδρομα. Η χαρακτηριστική διαφορά των δυο νοσημάτων είναι ότι στη στηθάγχη δεν συμβαίνει νέκρωση κυττάρων της καρδιάς γιατί η διακοπή της παροχής αίματος είτε δεν είναι πλήρης είτε συμβαίνει για μικρό χρονικό διάστημα.
Οι προδιαθεσικοί παράγοντες που μπορεί να επιβαρύνουν τον οργανισμό και να οδηγήσουν σε έμφραγμα ή στηθάγχη διακρίνονται στους τροποποιήσιμους που είναι το κάπνισμα, ο σακχαρώδης διαβήτης, η αρτηριακή υπέρταση, οι αυξημένες τιμές χοληστερόλης αίματος, το άγχος, η έλλειψη σωματικής άσκησης και τους μη τροποποιήσιμους όπως η ηλικία και η κληρονομικότητα. Λαμβάνοντας ως δεδομένο ότι κάποια άτομα έχουν βεβαρημένο οικογενειακό ιστορικό και ότι η φθορά των αγγείων είναι δεδομένη με την πρόοδο της ηλικίας, για να μειώσουμε τον κίνδυνο να υποστεί κάποιος έμφραγμα του μυοκαρδίου θα πρέπει να ρυθμίσουμε όσο το δυνατόν καλύτερα τους τροποποιήσιμους παράγοντες κινδύνου.
Η θεραπεία του εμφράγματος περιλαμβάνει την ταχύτερη διάνοιξη της αποφραγμένης ή στενωμένης αρτηρίας που είναι υπεύθυνη για την πλημμελή παροχή αίματος στο μυοκάρδιο. Αυτό επιτυγχάνεται με επεμβατικό τρόπο στις αρτηρίες της καρδιάς που ονομάζεται αγγειοπλαστική, στην οποία αρχικά γίνεται εντόπιση της ένοχης βλάβης (στεφανιογραφία) και στη συνέχεια με ένα «μπαλονάκι» το οποίο φουσκώνει με αέρα γίνεται διάνοιξη της στένωσης ή της απόφραξης. Στο τέλος της επέμβασης τοποθετείται ένας «νάρθηκας» στην αρτηρία που μοιάζει με μικρό ελατήριο και ονομάζεται stent με σκοπό η αρτηρία να παραμείνει ανοικτή. Η στεφανιογραφία και η αγγειοπλαστική είναι διαθέσιμες σε όλα τα τριτοβάθμια νοσοκομεία των μεγάλων πόλεων αλλά και σε αρκετά περιφερειακά νοσοκομεία. Ωστόσο, σε κέντρα που δεν είναι διαθέσιμη η αγγειοπλαστική ως πρώτο θεραπευτικό μέσο (πρωτογενής), η αντιμετώπιση ενός εμφράγματος γίνεται αρχικά με φαρμακευτική αγωγή (θρομβόλυση και αντιπηκτική αγωγή) με πρωταρχικό στόχο την άμεση διενέργεια στεφανιογραφίας και αγγειοπλαστικής (διάσωσης) εντός χρονικού διαστήματος από 2 ώρες έως 24 ώρες ανάλογα με την σοβαρότητα του εμφράγματος. Η καθυστέρηση διάνοιξης του αγγείου μπορεί να επιφέρει επιπλοκές, όπως επικίνδυνες για τη ζωή αρρυθμίες, καθώς και μόνιμες βλάβες στο μυοκάρδιο, ικανές να προκαλέσουν καρδιακή ανεπάρκεια. Επίσης, σε ένα ποσοστό <10%, η στεφανιογραφία αναδεικνύει βλάβες που δεν είναι δυνατόν να αντιμετωπιστούν με αγγειοπλαστική (stent) αλλά χρειάζονται πιο ριζικές λύσεις όπως η αορτοστεφανιαία παράκαμψη (by pass).
Σε κάθε περίπτωση, οι ασθενείς που έχουν υποστεί ένα έμφραγμα χρήζουν λήψης χρόνιας φαρμακευτικής αγωγής, τακτικής καρδιολογικής παρακολούθησης και αυστηρού ελέγχου των παραγόντων κινδύνου, καθώς διατρέχουν σημαντικά αυξημένο κίνδυνο συγκριτικά με τον υπόλοιπο πληθυσμό να υποστούν ένα νέο επεισόδιο.
