
Η Aθλητική Kαρδιολογία αποτελεί εξειδικευμένο κλάδο της Καρδιολογίας που ασχολείται με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της καρδιάς του αθλητή (αθλητική καρδιά), με τον προαθλητικό καρδιολογικό έλεγχο σε αθλητές όλων των ηλικιών και με την διερεύνηση των επιπτώσεων του εντατικού αθλητισμού στην καρδιαγγειακή υγεία. Στις χώρες που οι αθλητές κάνουν συστηματικό προαθλητικό έλεγχο, έχει διαπιστωθεί κατακόρυφη μείωση των περιστατικών αιφνίδιου θανάτου.
Τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας έχει παρατηρηθεί μια στροφή του πληθυσμού προς τον αθλητισμό, είτε αυτό γίνεται οργανωμένα με τη συμμετοχή σε διάφορες ομάδες ή συλλόγους (ποδόσφαιρο, μπάσκετ, κολύμβηση κλπ.), είτε ατομικά (τρέξιμο, ορειβασία κλπ.). Το γεγονός αυτό αναμφίβολα είναι στη σωστή κατεύθυνση καθώς η αερόβια άσκηση είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την καλή υγεία της καρδιάς.
Ωστόσο, πριν την έναρξη της συστηματικής ενασχόλησης με οποιαδήποτε αθλητική δραστηριότητα, είναι απαραίτητο να έχει προηγηθεί ένας έλεγχος του καρδιαγγειακού συστήματος του αθλητή ώστε να αποκαλυφθούν υπάρχοντα καρδιολογικά προβλήματα ή προδιαθεσικοί παράγοντες που μπορεί να οδηγήσουν σε αυτά.
Κεφάλαιο «Αιφνίδιος Καρδιακός Θάνατος »
Αιφνίδιος καρδιακός θάνατος (sudden cardiac death) ορίζεται ως ο θάνατος που συμβαίνει απροσδόκητα εντός 1 ώρας από την έναρξη των συμπτωμάτων (αν υπάρχουν μάρτυρες) ή, εάν δεν υπάρχουν μάρτυρες του συμβάντος, εντός 24 ωρών από τη στιγμή που το άτομο ήταν προηγούμενα χωρίς συμπτώματα, ελλείψει μιας προφανούς μη καρδιακής αιτίας θανάτου. Παρά τη σημαντική επιστημονική πρόοδο που έχει συντελεστεί τα τελευταία χρόνια, ο αιφνίδιος καρδιακός θάνατος παραμένει μεταξύ των κυριότερων αιτιών θανάτου στις δυτικές κοινωνίες, αντιπροσωπεύοντας το 50% όλων των θανατηφόρων καρδιαγγειακών συμβάντων. Είναι συχνότερα αναφερόμενος ως «καρδιακή ανακοπή» και δεν πρέπει να συγχέεται με τη συγκοπή που είναι ο ιατρικός όρος για την βραχεία και αναστρέψιμη απώλεια συνείδησης (λιποθυμία).
Τα αίτια του αιφνίδιου καρδιακού θανάτου περιλαμβάνουν το οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου, τις μυοκαρδιοπάθειες (διατατική μυοκαρδιοπάθεια, υπερτροφική μυοκαρδιοπάθεια), τη μυοκαρδίτιδα καθώς και συγγενείς (κληρονομικές ή μη) παθήσεις της καρδιάς που είχαν παραμείνει αδιάγνωστες όπως η ανώμαλη έκφυση στεφανιαίων αρτηριών. Επιπλέον, παθήσεις του συστήματος που «γεννάει» και μεταδίδει το ρεύμα της καρδιάς ώστε αυτή να μπορεί να συσπάται, ονομαζόμενες ως διαυλοπάθειες (σύνδρομο Brugada, σύνδρομο Wolf-Parkinson-White κ.ά.), μπορεί να παραμείνουν αδιάγνωστες έως μεγάλη ηλικία καθώς δεν προκαλούν συμπτώματα στην καθημερινή δραστηριότητα. Ο κοινός τόπος των παραπάνω παθήσεων είναι ότι μπορεί η πρώτη τους εκδήλωση ως σύμπτωμα να είναι ο αιφνίδιος καρδιακός θάνατος που προκαλείται όταν μια κακοήθης αρρυθμία που πυροδοτείται από αυτές τις παθήσεις προκαλέσει μη αναστρέψιμη υπόταση.
Ύψιστο ρόλο στην αντιμετώπιση ενός αιφνίδιου καρδιακού θανάτου είναι η άμεση έναρξη καρδιοαναπνευστικής αναζωογόνησης (ΚΑΡΠΑ) από τα παρευρισκόμενα άτομα και η ύπαρξη αυτόματου εξωτερικού απινιδωτή που θα χρησιμοποιηθεί κατά τη διάρκεια της ΚΑΡΠΑ ώστε να διακοπεί η κακοήθης αρρυθμία και να επαναφέρει τον άνθρωπο στη ζωή. Ωστόσο, η αποτελεσματικότητα μιας συντονισμένης προσπάθειας ΚΑΡΠΑ από εκπαιδευμένο προσωπικό δεν ξεπερνάει το 10%, καθιστώντας την πρόληψη απαραίτητη.
Είναι κοινά αποδεκτό ότι τα άτομα, στα οποία μέσω του προαθλητικού ελέγχου ανευρίσκεται κάποια καρδιακή πάθηση, δυνητικά υπεύθυνη για αιφνίδιο θάνατο, θα πρέπει να σταματούν τουλάχιστον τον ανταγωνιστικό αθλητισμό, σε μια προσπάθεια αυτός ο κίνδυνος να μειωθεί. Η στρατηγική αυτή, εφαρμοζόμενη επί σειρά ετών στην Ιταλία φαίνεται να μείωσε το ποσοστό των αιφνίδιων θανάτων κατά τη διάρκεια της άθλησης από 3,6 ανά 100.000 άτομα ετησίως, πριν 2 δεκαετίες, σε 0,4 ανά 100.000 άτομα ετησίως, σήμερα.
Οι διαγνωστικές εξετάσεις που απαιτούνται σε έναν προαθλητικό έλεγχο περιλαμβάνουν αρχικά την κλινική εξέταση και την προσεκτική λήψη ατομικού και οικογενειακού ιατρικού ιστορικού, τη διενέργεια ηλεκτροκαρδιογραφήματος (ΗΚΓ), τη διενέργεια υπερήχου καρδιάς (triplex) και ενίοτε εξετάσεις αίματος. Αν τεθεί υποψία για κάποιο υποκείμενο νόσημα τότε η διαγνωστική διερεύνηση μπορεί να συνεχιστεί με δοκιμασία κοπώσεως, σπινθηρογράφημα μυοκαρδίου, μαγνητική τομογραφία καρδιάς, ηλεκτροφυσιολογική μελέτη και στεφανιογραφία ανάλογα με την περίσταση.
Συμπερασματικά, ο προληπτικός έλεγχος του καρδιαγγειακού συστήματος ενηλίκων, εφήβων και παίδων είναι κριτικής σημασίας πριν την έναρξη ενασχόλησης με οποιαδήποτε αθλητική δραστηριότητα ώστε να ελαχιστοποιηθούν οι πιθανότητες να εκδηλωθεί κάποιο καρδιολογικό συμβάν κατά τη διάρκεια της άθλησης.
