
Βρισκόμαστε ήδη στο 3ο έτος της πανδημίας του κορωνοϊού και καθώς η επιστημονική κοινότητα ασχολείται επισταμένως με τη συμπεριφορά του ιού και τις επιπτώσεις του πάνω στον άνθρωπο, προκύπτουν συνεχώς νέα δεδομένα μέσα από μελέτες που δημοσιεύονται σχετικά με τις μακροχρόνιες επιπλοκές μετά από νόσηση από COVID- 19.
Πρόσφατες μελέτες που δημοσιεύτηκαν, η πρώτη το Μάρτιο 2022 στο κορυφαίο Αμερικάνικο Ιατρικό Περιοδικό (Journal of the American Medical Association- JAMA) και η δεύτερη τον Απρίλιο 2022 στο μεγαλύτερο Βρετανικό Ιατρικό Περιοδικό (British Journal of Medicine- BMJ), συμφωνούν αμφότερες στο μεγαλύτερο κίνδυνο καρδιαγγειακών επιπλοκών που διατρέχουν όσοι έχουν νοσήσει από COVID- 19 μέχρι και ένα έτος μετά την ανάρρωσή τους, συγκριτικά με όσους δεν έχουν νοσήσει. Πρόκειται για το σύνδρομο Long Covid όπως αναφέρεται συχνά σε ιατρικά άρθρα και περιλαμβάνει ένα συνονθύλευμα συμπτωμάτων και επιπλοκών που κυμαίνονται από χρόνια κόπωση, ζάλη και αδυναμία συγκέντρωσης έως έμφραγμα, εγκεφαλικό επεισόδιο, πνευμονική εμβολή και αιμορραγίες.
Συγκεκριμένα, η μελέτη που δημοσιεύτηκε στο JAMA έχει τίτλο «Η COVID καρδιά» και συνέλεξε δεδομένα από 153.760 Αμερικανούς ασθενείς που νόσησαν από COVID- 19 από το Μάρτιο του 2020 έως τον Ιανουάριο του 2021 μετά από παρακολούθησή τους για ένα έτος μετά την ανάρρωσή τους. Τα αποτελέσματα ήταν αποθαρρυντικά καθώς όσοι είχαν νοσήσει από COVID- 19 είχαν σημαντικά μεγαλύτερη πιθανότητα να υποστούν έμφραγμα του μυοκαρδίου, εγκεφαλικό επεισόδιο, αρρυθμίες (συχνότερη η κολπική μαρμαρυγή), καρδιακή ανεπάρκεια, πνευμονική εμβολή, θρόμβωση φλεβών κάτω άκρων, περικαρδίτιδα και μυοκαρδίτιδα συγκριτικά με όσους δεν είχαν νοσήσει. Στην ανάλυση, μάλιστα, των δεδομένων, οι επιστήμονες έλαβαν υπόψη τη μικρή πιθανότητα κάποια από τα επεισόδια περικαρδίτιδας και μυοκαρδίτιδας να οφείλονταν σε παρενέργειες των εμβολίων και εξαίρεσαν την επίδραση του εμβολιασμού (ελάχιστα εμβόλια είχαν πραγματοποιηθεί έως το τέλος Ιανουαρίου 2021 που ολοκληρώθηκε η συλλογή των δεδομένων). Ο κίνδυνος, όμως, παρέμεινε αυξημένος και στους ανεμβολίαστους και ήταν εμφανής ανεξάρτητα από την κατάσταση εμβολιασμού.
Η έτερη μελέτη ασχολήθηκε με φαινόμενα θρόμβωσης σε εν τω βάθει φλέβες, πνευμονικής εμβολής και επεισόδια αιμορραγίας. Τα στοιχεία συλλέχθηκαν από 1.057.174 Σουηδούς πολίτες που νόσησαν από COVID- 19 από το Φεβρουάριο του 2020 έως το Μάιο του 2021 και παρακολουθήθηκαν για 6 μήνες έπειτα από την ανάρρωσή τους. Αυτή η μελέτη βρήκε αυξημένο κίνδυνο εν τω βάθει φλεβοθρόμβωσης έως και 3 μήνες μετά, πνευμονικής εμβολής έως και 6 μήνες μετά και επεισοδίου αιμορραγίας έως και 2 μήνες μετά από COVID- 19. Τα παραπάνω επεισόδια στη συγκεκριμένη μελέτη δε διέφεραν ανάλογα με τη βαρύτητα νόσησης κάτι που δείχνει ότι ακόμα και όσοι είχαν ήπια συμπτώματα κατά τη διάρκεια της λοίμωξης από κορωνοϊό διέτρεχαν αυξημένο κίνδυνο όψιμων επιπλοκών. Ωστόσο, τα εμβόλια έδειξαν μια τάση μείωσης των επεισοδίων θρόμβωσης στους άνω των 50 ετών στους οποίους ήταν διαθέσιμα στο τρίτο, πλέον, κύμα της πανδημίας (περίπου 30% άνω των 50 ετών είχαν ολοκληρώσει τον αρχικό εμβολιασμό μέχρι την ολοκλήρωση της συλλογής δεδομένων).
Τα στοιχεία που προκύπτουν από τις δυο αυτές μεγάλες μελέτες έχουν τεράστια σημασία για τη διαμόρφωση κατευθυντήριων οδηγιών σχετικά με την προφυλακτική αντιπηκτική αγωγή και τη διάρκεια που αυτή πρέπει να δίνεται μετά από ανάρρωση από COVID- 19, ειδικά σε ομάδες αυξημένου κινδύνου να υποστούν θρόμβωση. Επιπλέον, διαμορφώνουν ένα νέο πεδίο εντατικότερης παρακολούθησης όσων ανέρρωσαν από COVID- 19 για πιθανές μακροχρόνιες επιπλοκές, κάτι που ονομάζεται ως «καρδιαγγειακό COVID». Τέλος, αναμένουμε με ενδιαφέρον νέα στοιχεία από ασθενείς που νόσησαν έχοντας ολοκληρώσει τον εμβολιασμό τους, ώστε να διαπιστώσουμε εάν και σε τι βαθμό αυτός μας προστατεύει από τις όψιμες επιπλοκές.
